προαποδύομαι

προαποδύομαι
ΜΑ
μσν.
γδύνομαι εκ τών προτέρων («προαπεδύσατο χιτῶνα», Ευμάθ.)
αρχ.
μτφ. αποβάλλω εκ τών προτέρων («προαποδυόμενος τά πάθη», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω κάτι από πάνω μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”